-
1 молния
-и θ.1. αστραπή•линеиная молния γραμμική ή επιφανειακή αστραπή•
шаровая молния σφαιροειδής αστραπή•
с быстротой -и με αστραπιαία ταχύτητα.
|| κεραυνός, αστροπελέκι•ударила έπεσε κεραυνός.
2. τηλεγράφημα κατεπείγον.3. εφημερίδα έκτακτη• ανακοίνωση, είδηση έκτακτη, εσπευσμένη. -
2 молния
молния ж 1) ο κεραυνός, η αστραπή· сверкает \молния αστράφτει 2) (застёжка) το φερμουάρ* * *ж1) o κεραυνός, η αστραπήсверка́ет мо́лния — αστράφτει
2) ( застёжка) το φερμουάρ -
3 молния
молни||яж1. ἡ ἀστραπή, ὁ κεραυνός, τό ἀστροπελέκι:шаровидная \молния ἡ σφαι-ροειδής ἀστραπή· вспышка \молнияи τό ἀσ-τροποβόλημα· уди́р \молнияи ἡ κεραυνοβολία·2. (застежка) τό φερμουάρ· ◊ телеграмма· \молния τό κατεπείγον τηλεγράφημα. -
4 молния
1. (разряд атмосферного электричества) η αστραπή, ο κεραυνός, το αστροπελέκι, зигзагообразная - ελικοειδής -шаровая - σφαιρική -, σφαιροειδής -2. (категория телеграммы) (устаревшее) το κατεπείγον τηλεγράφημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > молния
-
5 зарница
зарницаж ἡ μακρυνή ἀστραπή. -
6 молинеиосный
молинеиосн||ыйприл в разн. знач. κεραυνοβόλος:с \молинеиосныйой быстротой μέ ταχύτητα ἀστραπής, σαν ἀστραπή· ки́иуть \молинеиосный взгляд ρίχνω μιά γρήγορη ματιά, ρίχνω ἀστραπιαίο βλέμμα.' -
7 стрела
стрел||аж1. τό βέλος, ἡ σαΐτα:пустить \стрелау́ ἐκτοξεύω βέλος, σαϊτεύω· промчаться \стрелао́й πετώ σάν ἀστραπή·2. тех.:подъемная \стрела, грузовая \стрела τό τόξο τοῦ γερανού, τό τόξο τοδ βαρούλκου. -
8 стремглав
стремглавнареч σάν ἀστραπή. -
9 зарница
[ζαρνίτσα] ουσ. θ. μακρυνή αστραπή -
10 молния
[μόλνιγια/] ουσ. θ. κεραυνός, αστραπή -
11 зарница
[ζαρνίτσα] ουσ θ μακρυνή αστραπή -
12 молния
[μόλνιγια] ουσ θ κεραυνός, αστραπή -
13 блеснуть
-ну, -нешь ρ.σ.1. βλ. блестеть.2. μτφ. (για σκέψη, αίσθημα) λάμπω, περνώ σαν αστραπή, στιγμιαία•у меня -ла мысль γιά μια’ στιγμή μου πέρασε η σκέψη•
-ла надежда έλαμψε η ελπίδα.
-
14 взблеснуть
-ну, -нешь, ρ.σ.λάμπω, εκλάμπω• αστράφτω•-ла молния έλαμψε η αστραπή, άστραψε.
-
15 молниевидный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноαστραπιαίος, σαν την αστραπή•-ое движение αστραπιαία κίνηση.
-
16 проблистать
ρ.σ. ακτινοβολώ• λαμπυρίζω. || λάμπω (για ένα χρον. διάστημα)•вдруг на небе -ла молния ξαφνικά στον ουρανό έλαμψε αστραπή.
-
17 прорезать
-режу, -режешьρ.σ.μ.1. κόβω• κόβω κουμπότρυπες. || τρυπώ κόβοντας•прорезать скэ.-терть κόβω το τραπεζομάντηλο.
2. διασχίζω•молния -ла небо η αστραπή διέσχισε τον ουρανό•
железная дорога -ла лес η σιδηροδρομική γραμμή διέσχισε το δάσος (πέρασε μέσα από το δάσος).
|| αυλακώνω (για ρυτίδες ουλές).3. κόβω (για ένα χρον. διάστημα).1. φύομαι, βγαίνω, σκάζω (για δόντια).2. διεισδύω, διασχίζω•прорезать сквозь толпу διασχίζω το πλήθος.
3. αυλακώνω (για ρυτίδες).ρ.δ.βλ. прорезать (1, 2 σημ.).βλ. прорезаться (1, 2 σημ.). -
18 просверкать
-ает ρ. σ.1. λάμπω, εκλάμπω•просверкать молния -ла αστραπή έλαμψε.
2. λάμπω (για ένα χρον. διάστημα). -
19 разразить
-ражу, -ражишьρ.σ.μ. (απλ.)• συντρίβω, καταστρέφω.εκφρ.-и гром (Бог) ή пусть (пускай, да) -ит Бог (Господь) кого – (παλ. κ. απλ.) κακιά αστραπή ή ο Θεός να τον κάψει• να τον κάψει ο Θεός (ο Κύριος)• από το Θεό να το βρει• κακό ψόφο νά χει.ξεσπώ• σκάζω• εκρήγνομαι•воина -лась πόλεμος ξέσπασε•
-лась гроза ξέσπασε θύελλα.
|| μτφ. εκδηλώνομαι απότομα•разразить рыданиями ξεσπώ σε λυγμούς•
разразить смехом ξεσπώ σε γέλια•
разразить аплодисментами ξεσπώ σε χειροκροτήματα.
См. также в других словарях:
ἀστραπή — fiash of lightning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek
ἀστραπῇ — ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστραπὴ ἐκ πυέλου. — См. Гром гремит не из тучи, а из навозной кучи … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αστραπή — η 1. η ξαφνική και στιγμιαία λάμψη που παράγεται από τον ηλεκτρισμό των νεφών: Τι αστραπές και βροντές ήταν αυτές χτες το βράδυ! 2. κάθε αιφνίδια και στιγμιαία λάμψη: Απ το θυμό του τα μάτια του πετούσαν αστραπές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀστραπῇ — ἀστραπῇ , ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπῇ , ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπῆι — ἀστραπῇ , ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπῇ , ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπαῖς — ἀστραπή fiash of lightning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπαῖσι — ἀστραπή fiash of lightning fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπαί — ἀστραπή fiash of lightning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπᾶν — ἀστραπή fiash of lightning fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)